φυσομανάω
- φυσάει μανιωδώς ο αγέρας
- έκφραση υπερβολικά θυμωμένου ανθρώπου
- αναπνέω με δυσκολία, ασθμαίνομαι
Φυσομάνημα – φυσομανητό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φ(υ)σομανάω (φυσάω-μαίνομαι, μανία, μένος) = ἀσθμαίνω, πνευστιῶ, λαχανιάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης