Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φυσομανάω

  1. φυσάει μανιωδώς ο αγέρας
  2. έκφραση υπερβολικά θυμωμένου ανθρώπου
  3. αναπνέω με δυσκολία, ασθμαίνομαι
    Φυσομάνημα – φυσομανητό

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φ(υ)σομανάω (φυσάω-μαίνομαι, μανία, μένος) = ἀσθμαίνω, πνευστιῶ, λαχανιάζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.