φυλίζω
Φ(υ)λίζω (φύλλον, Ἰ. filizzare) = τὸ παλινδρομικὸν κτύπημα (παίξιμον) τοῦ ἱστίου ὅταν παράλληλον πρὸς τὸν ἄνεμον πλήσσεται ὑπ’ αὐτοῦ ἑκατέρωθεν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Φ(υ)λίζω (φύλλον, Ἰ. filizzare) = τὸ παλινδρομικὸν κτύπημα (παίξιμον) τοῦ ἱστίου ὅταν παράλληλον πρὸς τὸν ἄνεμον πλήσσεται ὑπ’ αὐτοῦ ἑκατέρωθεν.