φρέσκο
Φρέσκο /τὸ/ (Ἰ. fresco) = δρόσος, δροσιά, ψύχρα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εδώ μεταφορικά η φυλακή, μάλλον το κρατητήριο. Είναι το ιταλικό fresco(το δροσερό). Και “απόψε θα την βγάλεις στο φρέσκο”.. Τη λέξη (όπως και τόσες άλλες) μας την κληροδότησαν οι Ιταλοί στην κατοχή του ’40-’41. Οι παλιοί θυμούνται την παλιά αστυνομία και το κρατητήριο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης