Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φρεσκάρω

Φρεσκάρω (Ἰ. frescare) = πνέω, φυσῶ, ἀναζωογονῶ, ἀνακαινίζω, δροσίζω. «ἐφρεσκάρσ’ ὁ ἀέρας» = ἐδυνάμωσεν ὁ προσφάτως ἀρξάμενος ἄνεμος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.