Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φρενεζία (η)

φωνασκίες, ταραχή, θόρυβος μέγας.
“Σταμάτα, χριστιανέ μου και μου σήκωσες φρενεζία”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φρενεζία /ἡ/ (Ἰ. freneria) = φρενῖτις, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.