φούσκα (η)
- ουροδόχος κύστη,
- φουσκάλα,
- μπαλόνια από ελαστικό, γιομάτο αέρα.
- Ουροδόχος κύστη των ζώων, ως παιδικό παιγνίδι. Κατά το σφάξιμο του οβελία για το Πάσχα τα παιδιά έπαιρναν τη φούσκα του ζώου και έπαιζαν “τα μπαλίνια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φοῦσκα /ἡ/ (φύσκη, Ἰ. vescica) = κύστις, φλύκταινα, φουσκαλίδα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης