Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φούσκα (η)

  1. ουροδόχος κύστη,
  2. φουσκάλα,
  3. μπαλόνια από ελαστικό, γιομάτο αέρα.
  4. Ουροδόχος κύστη των ζώων, ως παιδικό παιγνίδι. Κατά το σφάξιμο του οβελία για το Πάσχα τα παιδιά έπαιρναν τη φούσκα του ζώου και έπαιζαν “τα μπαλίνια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φοῦσκα /ἡ/ (φύσκη, Ἰ. vescica) = κύστις, φλύκταινα, φουσκαλίδα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.