φουσάρω
Φ(ου)σάρω (Ἰ. fissare) = ἀφοσιοῦμαι ἐμμόνως, προσηλοῦμαι ἐπιμόνως, ἐκδηλῶ ἔμμονον ἀπασχόλησιν ἐπὶ θέματός τινος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Φ(ου)σάρω (Ἰ. fissare) = ἀφοσιοῦμαι ἐμμόνως, προσηλοῦμαι ἐπιμόνως, ἐκδηλῶ ἔμμονον ἀπασχόλησιν ἐπὶ θέματός τινος.