φουρκίζω
Φουρκίζω (Ἰ. forca) = ἀπαγχονίζω, φέρω εἰς ἀδιέξοδον, ἐρεθίζω ὑπερβολικῶς. «δὲν πᾶ νὰ φουρκιστῇς!».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Απαγχονίζω, φούρκα, η αγχόνη. Λατινικά, φούρκα είναι το δικράνι (διακράνι). Λέμε: “Αυτός φουρκίστηκε, κρεμάστηκε (από δέντρο). Και ο Ιούδας μετά την προδοσία, “μεταμεληθείς .. απελθών απήγξατο”. (πνίγηκε με σκοινί) Ματθ. 27, 5.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Φουρκίζω: (από+ορκίζω) = αφορκίζω, γίνομαι επίορκος. Συνήθης έκφραση είναι ο λευκαδίτικος ιδιωματισμός «ξεφούρκισέ με» = άσε με ήσυχο, δηλ. μην με κάνεις επίορκο.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα