φουρκί (το)
η απόσταση από την άκρη του δείχτη του χεριού μας ως την άκρη του αντίχειρα. Το άνοιγμα αυτό έχει σχήμα φούρκας.
Μτφ.: μικρή απόσταση, μικρή έκταση γης. “ένα φουρκί τόπος είναι” – “πιάστηκε για ένα φουρκί τόπο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φουρκὶ /τὸ/ (Ἰ. forca -io) = τὸ ἄνοιγμα τοῦ μεγάλου δακτύλου καὶ τοῦ δείκτου ὅταν ἀφίστανται.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φουρκί = μικρή σπιθαμή, ἀπό τήν ἄκρη τοῦ δείχτη μέχρι τήν τοῦ ἀντίχειρα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής