Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φουρκάτα (η) και φουρτσέτα και φουρκατέλλα

φουρκατέλλα: μικρό συρμάτινο δίχαλο για στήριγμα των μαλλιών

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φουρκάτα /ἡ/ (Ἰ. forcato) = δίχηλον, δίχαλον, δίκρανον.

Φουρκατέλλα /ἡ/ (Ἰ. forcato -ello) = συρμάτινον δίχαλον κομμώσεως, φουρκέτα, τσιμπιδάκι κομμώσεως.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.