φούρκα (η)
- διχαλωτό ξύλο, κρεμάλα, αγχόνη
- οργή, μανία. “μο ΄βαλε τη φούρκα στο λαιμό” – “με φούρκισε” = με έπνιξε, με επίεσε φοβερά
- “φούρκα-φούρκα”: επιφώνημα των παιδιών που θέλουν να αντιπαρατεθούν με άλλα στο παιγνίδι.
ρήμα: Φουρκίζω – φούρκισμα – φουρκισμένος
Τόπων: Φούρκαριό
Και μια λαϊκή παράδοση: “Λίγες εκατοντάδες μέτρα από το χωριό Σπανοχώρι κοντά στην Επισκοπή (παλιότερα Μοναστήρι και έδρα Επισκόπου) είναι μια τοποθεσία που τη λένε: “Φουρκαριό”. Εκεί – λένε – οι Άγγλοι, στα 1819, τότε με την Επανάσταση των χωρικών, εφούρκισαν (=εκρέμασαν) έναν παπά στα κλαριά ενός μεγάλου περναριού, Το περνάρι σώζεται μέχρι και σήμερα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φοῦρκα /ἡ/ (Ἰ. forca) = ἡ ἀγχόνη, ἡ κρεμάλα: «μὤβγαλε φοῦρκα στὸ λαιμό».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης