Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φουντόνω

Φουντόνω § Μέσ. πυκνοῦμαι. Κυρ. Ἐπὶ δένδρων, ὅταν ἔχωσι πυκνοὺς κλάδους. Π. ἐφουντώσανε ᾑ ἐλῃές. Ἐκ τούτου φουντωμένος, ὁ πεπυκνωμένος. Κινάει γιὰ τὴν Ἐκκλησιά, ’σὰ φουντωμένη νεραντσά. Μ. § πληροῦμαι καπνοῦ ἢ ἄλλων ἀτμῶν. Π. ἐφούντωσε τὸ ’σπῆτι = ἐπλήσθη καπνοῦ. ΚΝ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.