φουντόνω
Φουντόνω § Μέσ. πυκνοῦμαι. Κυρ. Ἐπὶ δένδρων, ὅταν ἔχωσι πυκνοὺς κλάδους. Π. ἐφουντώσανε ᾑ ἐλῃές. Ἐκ τούτου φουντωμένος, ὁ πεπυκνωμένος. Κινάει γιὰ τὴν Ἐκκλησιά, ’σὰ φουντωμένη νεραντσά. Μ. § πληροῦμαι καπνοῦ ἢ ἄλλων ἀτμῶν. Π. ἐφούντωσε τὸ ’σπῆτι = ἐπλήσθη καπνοῦ. ΚΝ.