φουντάρω 01 Μαρ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φ(ου)ντάρω (Ἰ. fondare) = ἀγκυροβολῶ, ποντίζω τὴν ἄγκυραν, καταποντίζω -ομαι.