Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φουγιάζω

Φ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Π. Τ. χούϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω μακρόθεν, φωνασκῶ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.