φουγιάζω 01 Μαρ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Π. Τ. χούϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω μακρόθεν, φωνασκῶ.