φουχτώνω
Φουχτώνω (πύκτη -ώνω) = δράττομαι, περικλείω εἰς τὴν παλάμην, ἐπιθέτω τὴν παλάμην μὲ διάθεσιν σεξουαλικήν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Φουχτώνω (πύκτη -ώνω) = δράττομαι, περικλείω εἰς τὴν παλάμην, ἐπιθέτω τὴν παλάμην μὲ διάθεσιν σεξουαλικήν.