φωτερό (το)
το φως, το φανάρι. Τα φωτερά του αυτοκινήτου
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φωτερὸ /τὸ/ (φῶς, φωτίζω) = τὸ φῶς, τὸ φωτίζον, τὸ μακρόθεν ὁρώμενον φωτεινὸν πρᾶγμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το φως, το φανάρι. Τα φωτερά του αυτοκινήτου
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φωτερὸ /τὸ/ (φῶς, φωτίζω) = τὸ φῶς, τὸ φωτίζον, τὸ μακρόθεν ὁρώμενον φωτεινὸν πρᾶγμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης