φορτωτήρα (η)
- πάσσαλος που τον χρησιμοποιούν για να υποστηρίζει τη μια πλευρά του φορτίου στα υποζύγια μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά.
- πάσσαλος τοποθετημένος σ΄ ένα απ΄ τα δύο τιμόνια του κάρου και συνδεδεμένος μ΄ αυτό το κρίκο που, όταν ήθελαν να κάμουν στάση, για οποιοδήποτε λόγο τον κατέβαζαν και τον στήριζαν στο έδαφος για να ξεκουραστεί και το ζώο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φορτωτῆρα /ἡ/ (φόρτος) = πασσαλίσκος δι᾿ οὗ ὑποστηρίζεται ἡ μία πλευρά τοῦ ζῳοφορτίου μέχρις ὅτου τοποθετηθῇ ἡ ἑτέρα, πασσαλίσκος προσηρμοσμένος εἰς τὸ ἕτερον τῶν τημονίων διτρόχου ζῳηλάτου κάρρου ὅστις καταβιβάζεται κατὰ τὰς στάσεις μὲ τὸ ἕτερον ἄκρον πρὸς τὸ ἔδαφος δι᾿ ἀνακούφισιν τοῦ ζῴου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης