Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φορτωτήρα (η)

  1. πάσσαλος που τον χρησιμοποιούν για να υποστηρίζει τη μια πλευρά του φορτίου στα υποζύγια μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά.
  2. πάσσαλος τοποθετημένος σ΄ ένα απ΄ τα δύο τιμόνια του κάρου και συνδεδεμένος μ΄ αυτό το κρίκο που, όταν ήθελαν να κάμουν στάση, για οποιοδήποτε λόγο τον κατέβαζαν και τον στήριζαν στο έδαφος για να ξεκουραστεί και το ζώο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φορτωτῆρα /ἡ/ (φόρτος) = πασσαλίσκος δι᾿ οὗ ὑποστηρίζεται ἡ μία πλευρά τοῦ ζῳοφορτίου μέχρις ὅτου τοποθετηθῇ ἡ ἑτέρα, πασσαλίσκος προσηρμοσμένος εἰς τὸ ἕτερον τῶν τημονίων διτρόχου ζῳηλάτου κάρρου ὅστις καταβιβάζεται κατὰ τὰς στάσεις μὲ τὸ ἕτερον ἄκρον πρὸς τὸ ἔδαφος δι᾿ ἀνακούφισιν τοῦ ζῴου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.