φορνίδος -α -ο
στολισμένος, διακοσμημένος, εξοπλισμένος.
Σε προικοσ. του 1773 του συμβολαιογρ. Φρ. Αβακούμ (Χώρα) διαβάζομε: “καμιζόλα γυναικεία φορνίδα με κουμπιά και γαλόνια”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
στολισμένος, διακοσμημένος, εξοπλισμένος.
Σε προικοσ. του 1773 του συμβολαιογρ. Φρ. Αβακούμ (Χώρα) διαβάζομε: “καμιζόλα γυναικεία φορνίδα με κουμπιά και γαλόνια”.