Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φόρα (επίρρ.)

  1. δημόσια, μπροστά σε κόσμο. “του τα ΄πε φόρα”
  2. μτφ.: “παίρνω φόρα” – αρχίζω με θάρρος ένα έργο – παίρνω απίδρομο να πηδήσω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φόρα /ἐπίρ./ (Ἰ. fuora) = ἔξω, ἐμφανῶς, δημοσία. (φορὰ) = κεκτημένη ταχύτης, ἀπίδρομος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.