Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φόντο (τό)

Φόντο /τὸ/ (Ἰ. fondo) = βυθός, πυθμήν, χρηματικὸν κεφάλαιον, περιουσία, ἠθικὴ ὑποστήριξις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


φόντο (τό): βυθός, περιουσία, (BEN. fondo).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.