Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φόκο (το)

φωτιά, φως

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φόκο /τὸ/ (Ἰ. fuoco) = πῦρ, φωτιά, ἔνοπλος ἐπίθεσις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


φόκο (τό):  φωτιά, (BEN. fogo = φωτιά) (ΙΤ. fuoco = φωτιά)

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.