φόκο (το)
φωτιά, φως
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φόκο /τὸ/ (Ἰ. fuoco) = πῦρ, φωτιά, ἔνοπλος ἐπίθεσις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φόκο (τό): φωτιά, (BEN. fogo = φωτιά) (ΙΤ. fuoco = φωτιά)
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου