φιόρο (το)
- το άνθος, το λουλούδι του κήπου το καλλιεργούμενο. “Εγιόμισα την αυλή μου με φιόρα” – “Μαζεύω φιόρα για τον Επιτάφιο”.
- ειρωνικά: ο άνθρωπος ο ανήθικος, ο ανέντιμος, ο ύποπτος.
φράση: “Ω, ψυχή μ΄ φιόρο, που ξεπρόβαλε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φιόρο /τὸ/ (Ἰ. fiore) = ἄνθος, λουλοῦδι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Στέλιος Συκιώτης -
Φιόρο στήν Ιθάκη λένε το κουνουπίδι