Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φιόρο (το)

  1. το άνθος, το λουλούδι του κήπου το καλλιεργούμενο. “Εγιόμισα την αυλή μου με φιόρα” – “Μαζεύω φιόρα για τον Επιτάφιο”.
  2. ειρωνικά: ο άνθρωπος ο ανήθικος, ο ανέντιμος, ο ύποπτος.
    φράση: “Ω, ψυχή μ΄ φιόρο, που ξεπρόβαλε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φιόρο /τὸ/ (Ἰ. fiore) = ἄνθος, λουλοῦδι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.