φ(ι)νίκι (το)
- έντομο που κατατρώγει ύπουλα το ξύλο των επίπλων κυρίως. Στην επιφάνεια κάνουν τρύπες-τρύπες, απ΄ όπου βγαίνει η σκόνη ξύλου
- φινίκια λένε και τους φοίνικες. “Έβαλε φνίκια στον κήπο του”
Φοινίκια λένε και τα φοικικόφυλλα στα βάγια μας. ( Η σχέση των δύο λέξεων είναι μόνο ηχητική).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φ(ι)νίκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. finire;) = ἐρεοτρύτης, τριχοκόπτης, σκόρος, (φοίνιξ) = τὸ δένδρον φοῖνιξ, μελομακάρουνο τῶν Χριστουγέννων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης