φ(ι)λόκαλο – φλόκαλο (το)
ακαθαρσία, κόπρανα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φλόκαλο καί Φ(ι)λόκαλο /τὸ/ (φύρω-κᾶλον) = κόπρανον, ἀκαθαρσία, φρόκαλο.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τα σκατά, με το συμπάθιο. Γενικά το σκουπίδι.
Η λέξη από το ρήμα φροκαλώ (μεσαιωνικό) και με ανομοίωση του -λ, όπως λέμε στη γραμματική, φλοκαλώ, φλόκαλο. Έχει όμως αρχαιοελληνική προέλευση. Από το ρήμα φιλοκαλώ, που θα πει διακοσμώ. Και στο μεσαίωνα, τη σκούπα και το σκουπίδι, διαμορφώθηκε η σημερινή ονομασία της ακαθαρσίας. (Από το ωραίο του φιλοκαλώ, κατά το σχήμα μεταφοράς του συντακτικού).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
᾿Φλόκαλον, § σκουπίδιον, ἀκαθαρσία, ἐξ οὗ καὶ φιλοκαλίστρα ἡ καθαίρουσα τὰ φλόκαλα, ἡ καὶ ἄλλως σκούπω λεγομένη.
Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀχιλόκαλον, εἰ μὴ ἐγένετο κατ᾿ ἀντίφρασιν.