φιδόντυμα (το)
το δέρμα του φιδιού το οποίο κατά περιόδους αλλάζει. Το χρησιμοποιούσαν παλιότερα και για θεραπευτικούς σκοπούς: “Εις το δάγκωμα όφεως ή άλλου ζώγου φαρμακερού: Κοπάνισον το δερμάτι του όφεως με γλίνα χοίρου και βάλε το”
ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄: “Κι ύστερα με φειδόντυμα σ΄ έτριβε αυγή και βράδυ”.