Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φιδόντυμα (το)

το δέρμα του φιδιού το οποίο κατά περιόδους αλλάζει. Το χρησιμοποιούσαν παλιότερα και για θεραπευτικούς σκοπούς: “Εις το δάγκωμα όφεως ή άλλου ζώγου φαρμακερού: Κοπάνισον το δερμάτι του όφεως με γλίνα χοίρου και βάλε το”
ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄: “Κι ύστερα με φειδόντυμα σ΄ έτριβε αυγή και βράδυ”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.