Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φιάσκα

Φιάσκα /ἡ/ (Ἰ. fiasca) = φιάλη μὲ ἀπεστρογγυλωμένην βάσιν ἐπενδεδυμένη μὲ ψαθὶ ἐκ τοῦ ὁποίου σχηματίζεται καὶ βάσις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.