Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φερμάρω

σφίγγω, τραβώ με δύναμη – κοιτάζω κατάματα με προσοχή, διακρίνω. “Φερμάρει ο σκύλος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φερμάρω (Ἰ. fermare) = σφίγγω, τεντώνω, στερεῶ, κλείω, ἀκινητῶ ἐν ἐπιφυλακῇ πρὸ τοῦ ἐμφωλεύοντος θηράματος (ἐπὶ κυνῶν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. φέρμα, φέρμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.