φερμάρω
σφίγγω, τραβώ με δύναμη – κοιτάζω κατάματα με προσοχή, διακρίνω. “Φερμάρει ο σκύλος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φερμάρω (Ἰ. fermare) = σφίγγω, τεντώνω, στερεῶ, κλείω, ἀκινητῶ ἐν ἐπιφυλακῇ πρὸ τοῦ ἐμφωλεύοντος θηράματος (ἐπὶ κυνῶν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης