φέρμα
Φέρμα /ἡ/ (Ἰ. fermo) = δυνατά, μονίμως, σταθερῶς, ἀκινήτως. /ἡ/ = ἡ χαρακτηριστικὴ ἀκινητοποίησις τοῦ δείκτου κυνὸς ὅταν προσεγγίσῃ τὸ ἐμφωλεῦον θήραμα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!