φερφερένιος -α -ο
σκεύος από πορσελάνη. Φιρφιρένια πιάτα.
Δημ. τραγ. της τάβλας: ” … τα κουτάλια είν΄ ασημένια / και τα πιάτα φιρφιρένια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φερφερένιος -α -ο (Ἀ. Π. Τ. φαγφουρὶ) = σινοκεράμειος, ἐκ πορσελάνης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και μπαγιεράκι