φεγγίτα ή φεγγίτης
άνοιγμα σε διαστάσεις κεραμιδιού, πάνω απ΄τη γωνιά (τζάκι) στα χωριάτικα σπίτια, για να βγαίνει έξω ο καπνός.
Το κενό της φεγγίτας καλύπτει ένα κεραμίδι με μια τρύπα στη μέση. Όταν ήθελαν να ανοίξουν ή να κλείσουν τη φεγγίτα, χρησιμοποιούσαν μια σιδερόβεργα, η οποία έμπαινε στην τρύπα και μετακινούσε το κεραμίδι, ανάλογα. Άλλωστε η φεγγίτα έκλεινε μόνον όταν έβρεχε. Πολλοί έκαναν στη γωνιά τους δυο τρεις φεγγίτες. Άλλοι πάλι δίπλα στο φεγγίτη έκαναν ένα μικρό φωταγωγό με τζάμι. Σημειώνομε πως φεγγίτες έκαναν στα σπίτια που δεν είχαν μπουχαρί (καπνοδόχο).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φεγγίτης /ὁ/ (φέγγος) = μικρὸν κενὸν πρὸς ἔξοδον καπνοῦ τῆς ἑστίας διὰ μετακινήσεως ἐκ τῶν ἔσω ἑνὸς πρηνοῦς κεραμιδιοῦ τοῦ καταχυτοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φεγγίτης (ὁ): μικρό κενό γιά τήν ἔξοδο τοῦ καπνοῦ τῆς ἐστίας, διά μετακινήσεως ἀπό μέσα ἑνός πρηνοῦς κεραμιδιοῦ τοῦ κατάχυτοῦ.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου