φελάγκι
Φελάγκ(ι) /τὸ/ (φάλαγξ) = ξύλινος κύλινδρος τιθέμενος κάτωθεν βαρέως ἀντικειμένου πρὸς μετατόπισίν του διὰ κυλίσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Φελάγκ(ι) /τὸ/ (φάλαγξ) = ξύλινος κύλινδρος τιθέμενος κάτωθεν βαρέως ἀντικειμένου πρὸς μετατόπισίν του διὰ κυλίσεως.