Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φατούρα (η)

κατασκευή και πληρωμή έργου. Τεχνικός όρος των οικοδόμων κτιστάδων.
“Αυτά τα μιστρίσματα θα τα κάνομε φατούρα”, δηλ. πέρα πέρα χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα.
Συνώνυμος όρος είναι το “σεντόνι” των ελαιοχρωματιστών.
φράση: “θα πληρωθούμε – λένε – σεντόνι”, δηλ. χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα, πόρτες – παράθυρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φατούρα /ἡ/ (Ἰ. fattura) = ἐργασία, κατασκευή, ἀμοιβή ἐργασίας μόνον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


φατούρα (ἡ): ἐργασία, κατασκευή, ἀμοιβή ἐργασίας, (ΒΕΝ. faturàr, ΙΤ. fattura).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.