φατούρα (η)
κατασκευή και πληρωμή έργου. Τεχνικός όρος των οικοδόμων κτιστάδων.
“Αυτά τα μιστρίσματα θα τα κάνομε φατούρα”, δηλ. πέρα πέρα χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα.
Συνώνυμος όρος είναι το “σεντόνι” των ελαιοχρωματιστών.
φράση: “θα πληρωθούμε – λένε – σεντόνι”, δηλ. χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα, πόρτες – παράθυρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φατούρα /ἡ/ (Ἰ. fattura) = ἐργασία, κατασκευή, ἀμοιβή ἐργασίας μόνον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φατούρα (ἡ): ἐργασία, κατασκευή, ἀμοιβή ἐργασίας, (ΒΕΝ. faturàr, ΙΤ. fattura).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου