φάμφα (η)
το φαγητό, χορταστικό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φάμφα /ἡ/ (τρώγω, φάγομαι) = φαγητόν, χόρτασις, εὐωχία, ἑστίασις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το φαγητό, χορταστικό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φάμφα /ἡ/ (τρώγω, φάγομαι) = φαγητόν, χόρτασις, εὐωχία, ἑστίασις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης