φάλτσος -α -ο 27 Φεβ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φάλτσος -α -ο (Ἰ. falso) = λανθασμένος, σφαλερός, ἀσύμμετρος, λοξός, παράφωνος.