φαλίδος -α -ο
χρεοκοπημένος, φαλιρισμένος. “Είμαι φαλίδος”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαλίδος -α -ο (Ἰ. fallire) = καταστραφεὶς οἰκονομικῶς, πτωχεύσας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
χρεοκοπημένος, φαλιρισμένος. “Είμαι φαλίδος”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαλίδος -α -ο (Ἰ. fallire) = καταστραφεὶς οἰκονομικῶς, πτωχεύσας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης