φαγάνα (η)
- βαθυκόρος, κοινώς δράγα.
Οι Λευκαδίτες έχουν συνηθίσει τις ταλαιπωρημένες φαγάνες, γιατί κατά συχνά διαστήματα βγάνουν τη λάσπη από τη διώρυγα (αυλάκι) και την αδειάζουν ανοιχτά στο Ιόνιο. - άνθρωπος αχόρταγος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαγάνα /ἡ/ (φάγαινα) = βυθοκόρος, βυθοσκάπτης, δράγα, ἀχόρταγος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης