φαμπρικάρω 27 Φεβ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φαμπρικάρω (Ἰ. fabbricare) = κατασκευάζω, οἰκοδομῶ, τεχνουργῶ, μηχανορραφῶ.