έντονε -ηνε, -να ή έντοσε -ντηνε
νάτος – νάτη ή νάτονε – νάτηνε
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔντονε -ηνε -ονε β.λ. ἔντοσε -ηνε -ογια.
Ἔντοσε -ηνε -ογια (αἵ, αἶ-τός, ὅς, ἥ, τό, Σ. -ἔτο) = ἰδοὺ αὐτός, ἰδοὺ αὕτη, ἰδοὺ τοῦτο, νάτος, νάτη, νάτο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης