έντογια (έτο)
νάτο δα, είναι μπροστά μας.
φράση: “Έντογια λοιπόν, καλά σου το ΄λεγα εγώ”
και απλούστερος τύπος: έτο = νάτο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἐντογιά = κάτι πού προφέροντας τή λέξη, δείχνουμε μέ τό χέρι, ἐντογιά, (νάτο, δέστο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής