Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

εύκαιρος, η, ον

Εύκαιρος, η, ον: (εύ +καιρός), ρ. ευ-καιρέω-ήσω = έχω ευκαιρία, ανάπαυλα, έχω καιρό και κατ’ επέκταση είμαι πρόσφορος να διαθέσω τον καιρό μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.