έμπος (ο)
ξαφνική θύελλα, καταρρακτώδης βροχή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔμπος /ὁ/ (Ἰ. nembo) = αἰφνιδία λαῖλαψ, βαρεῖα νέφωσις ἑλαυνομένη ὑπὸ θυέλλης, προσεγγίζουσα καταρρακτώδη βροχή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἔμπος (ὁ): αἰφνίδια λαίλαπα, θύελλα, (ΙΤ. nebbia).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου