δρούγα (η)
το χοντρό αδράχτι που χρησιμοποιούν όταν γνέθουν χοντρό νήμα, μάλλινο ή λινό κροκιδίσιο. Τη δρούγα την περιστρέφουν σε οριζόντια θέση.
Σε καταγραφή του 1724: “τέσσαρα αδράχτια”
Δημ. σκωπτικό άσμα: “Πέντε μήνες, πέντε αδράχτια / πότε τα ΄γνεσε η κοράφτρα.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης