δρομάρι
Δρομάρι /τὸ/ (δραγμεύω, δραγμὸς) = ἀκατέργαστον στέλεχος κλάδου μικροῦ πάχους (ὅσον περιλαμβάνεται εἰς τὴν δρᾶκα ἀνθρώπου) τοποθετούμενον ὁριζοντίως ὡς δοκὸς πρὸς ὑποστήριξιν κληματαριᾶς, ἰσκιάδος, ὀροφῆς κλαδοκαλύβης κ.τ.τ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Δρομάρι /τὸ/ (δραγμεύω, δραγμὸς) = ἀκατέργαστον στέλεχος κλάδου μικροῦ πάχους (ὅσον περιλαμβάνεται εἰς τὴν δρᾶκα ἀνθρώπου) τοποθετούμενον ὁριζοντίως ὡς δοκὸς πρὸς ὑποστήριξιν κληματαριᾶς, ἰσκιάδος, ὀροφῆς κλαδοκαλύβης κ.τ.τ.