δρακοντιά (η)
βότανο ιαματικό με βολβώδεις πικρές ρίζες. Λέγεται και φιδόχορτο. “Εις σπασμόν ανθρώπου. Ρίζα δρακοντιάς με μέλι ή με άλλον γλυκόν, επειδή γείνει πολύ πικρό, και ας τρώγει πολλές μέρες και γαίνει. (από παλιό γιατροσόφι).
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, στ. 1096 (η αδερφή): “Κι εσύ τη δρακοντιάν εβύζαξες, …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δρακοντιὰ /ἡ/ = φυτὸν τῆς οἰκογενείας τῶν ἀροειδῶν, δρακόντιον, φειδόχορτο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δρακοντιά = φιδόχορτο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής