δραγάτα (η)
το παρατηρητήριο του δραγάτη.
Έστηνε ο ίδιος μια μπαράκα πλεγμένη με βέργες, φτέρες και σπάρτα, σ΄ επίκαιρο σημείο (βίγλες) κι από ΄κει παρακολουθούσε τι γίνεται από άποψη παραβάσεων, αγροζημιών, κλοπών κλπ, στην περιφέρεια του. Η δραγάτα είχε κι από ένα παραθυράκι στην κάθε πλευρά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δραγάτα /ἡ/ (Ἀλ. Β. drega, β.λ. δραγάτης) = κλαδόπλεκτον σκέπαστρον, καλύβη φυλάξεως ἀγροκτημάτων, ἰσκιάδα ἐποπτικὴ ἐν ὑπαίθρῳ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δραγάτα = πρόχειρο κατασκεύασμα ἀπό ξύλα καί κλαριά χρησιμεύον διά προσωρινή διαμονή κατά τό καλοκαίρι (παρατηρητήριο τῶν ἀγροφυλάκων).
Δραγάτα § ἡ σκοπιά, ὁπόθεν ὁ ἀγροφύλαξ περισκοπεῖ.
Σημ. Ἐκ τοῦ δράκω (= δέρκω) δρακάτα, δραγάτα (Σύλλ. 29).