δούγα (η) -ες
οι καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών, βαρελιών, βυτίων κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δούγα /ἡ/ (Ἰ. doga, Σ. dούga) = ἑκάστη τῶν καμπύλων πλευρικῶν σανίδων τοῦ βυτίου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι η δόγα, η ιταλική doga.
Δούγες λέμε τις καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών (Κοντομίχης). Τέτοιες καμπυλωτές σανίδες είχαν (και έχουν) τα πλοία της ομηρικής εποχής. Στο Β’ της Ιλιάδας γίνεται λόγος για τα “αμφίκυρτα” (καμπυλωτά) πλοία, “αμφιελίσσας νήας” (Β165) των οποίων – όπως λέει το κείμενο – σάπισαν οι δούγες, (“δούρα” τις ονομάζει ο Όμηρος: ” … και δη δούρα σέσηπε νεών, κι οι δούγες σάπισαν ων πλοίων” (Ιλιάδα Β).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Δοῦγες = οἱ κάθετες σανίδες τοῦ βαρελιοῦ.