δολίζω 22 Οκτ, 2017 Δ 0 Σχόλια 0 Δολίζω, § τὸ προσπαθεῖν διὰ δόλου νὰ ἐξαγάγωμεν τὸν πολύποδα ἐκ τῆς θαλάμης του.