δείξος (ο)
επίθετο με αόριστη σημασία.
Συνεκφέρεται με άλλες λέξεις ως βρισιά ή απειλή: “Τον ποίσο, το δείξο, τον τελεσό” , φράση που υποδηλώνει όλες τις κακότητες και παλιανθρωπιές του ανθρώπου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεῖξος -α -ο (δείκνυμι) ἡμιαόριστον ἐπίθετον ὑποσημαῖνον παραλειπομένας ἀπειλὰς ἢ ὕβρεις: «τὸν ποίσο, τὸ δείξο, τὸν τελεσὸ») (- ποιήσω, δείξω, τελέσω).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης