διβωλίζω και διβολίζω
οργώνω για δεύτερη φορά το χωράφι, για να σπάσω τους βώλους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διβωλίζω καί διβολίζω (δὶς-βῶλος) = σκάπτω ἐκ δευτέρου, διχοτομῶ τοὺς βόλους.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Διβωλλίζω, § ἰδ. βῶλος.
Σημ. Οἱ Μήλιοι λέγ. βωλοσύρνω (ἐφ. Φιλομ. ἀρ. 742). Οἱ δὲ Κύπριοι καὶ Κρῆτες βωλοκοπῶ (Φιλίστ. 429 καὶ 513).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου