διτσέκ
Καλά έκανε ο Λάζαρης και το καταχωρεί στα Λευκαδίτικά του (ντε τσέκου) και σωστά το μεταγλώττισε από το ιταλικό de zecca. Το πρώτο είναι πρόθεση, το δεύτερο, ουσιαστικό θηλυκό, σημαίνει κατ΄ αρχήν νομισματοκοπείο κι έπειτα το εντελώς καινούριο.
Στο χωριό ήταν πολύ εύχρηστο. Λέγαμε π.χ.: Αυτό το κουτούμι είναι διτσέκ, ολοκαίνουριο!